- κακαόδεντρο
- τοτο δέντρο Theobroma cacao τού γένους Θεόβρωμα, από τα σπέρματα τού οποίου παράγεται το κακάο τού εμπορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακάο + δέντρο. Η λ. στον τ. κακαόδενδρον μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.